Τρωικά

Τρωικά
Τρωικός
Trojan
neut nom/voc/acc pl
Τρωικά̱ , Τρωικός
Trojan
fem nom/voc/acc dual
Τρωικά̱ , Τρωικός
Trojan
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τρωικάς — Τρωικά̱ς , Τρωικός Trojan fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Palaephatus — (Παλαιφατος) is the name of four literary persons in Suidas, who, however, seems to have confounded different persons and writings. Palaephatus of Athens Palaephatus of Athens, an epic poet, to whom a mythical origin was assigned. According to… …   Wikipedia

  • παλαίφατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά. 2. Περιπατητικός… …   Dictionary of Greek

  • Палефат — (Παλαίηατος) греческий писатель. Его мифологическое сочинение О невероятных вещах (περί Άπίστων) написано в крайне рационалистическом духе, так как автор старается для всякого мифа найти естественное объяснение. Иногда ему это удается, напр.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПАЛЕФАТ —    • Palaephătus,          Παλαίφατος,        1. историк из Абида, близкий друг Аристотеля, написал Κυπριακά, Δηλιακά, Άττικά, Άραβικά и, может быть, Τρωϊκά, сочинение, состоящее по крайней мере из 9 книг. Собрание отрывков у Müller a, frag. hist …   Реальный словарь классических древностей

  • ГЕЛЛАНИК —    • Gellanĭcus,          Έλλάνικος, логограф, родился в Митилене на острове Лесбос ок. 480 г. до Р. X., умер, т. к. он упоминает битву при Аргинусах, после 406 г., вероятно, в 395 г., если он действительно дожил до 85 лет. От его сочинений… …   Реальный словарь классических древностей

  • τρωικός — ή, ό / τρωικός, ή, όν, ΝΜΑ [Τρώς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τροία («Τρωικός Πόλεμος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τρωικά οι χρόνοι τού Τρωικού Πολέμου νεοελλ. φρ. α) «Τρωικοί Αστεροειδείς» αστρον. ονομασία δύο ομάδων αστεροειδών τών …   Dictionary of Greek

  • Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”